- δαῖτες
- δαίς 3fire-brandfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύδειπνος — εὔδειπνος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται… … Dictionary of Greek
εύοχθος — εὔοχθος, ον (Α) 1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος 2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος 3. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να… … Dictionary of Greek
ωμόφαγος — ον Α (κυρίως σε θυσίες προς τιμήν τού Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῑτες ὠμόφαγοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φαγος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek